κοντυλένιος

κοντυλένιος
και κονδυλένιος, -α, -ο
1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι
2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ασημ-ένιος, μολυβ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοντυλένιος, -ια, -ιο — λεπτός, λεπτοκαμωμένος: Έχει κοντυλένια μέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασημένιος — ια, ιο 1. ο κατασκευασμένος από ασήμι 2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • κονδυλάτος — κονδυλᾱτος και κοντυλᾱτος η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος με κοντύλι, κοντυλένιος 2. χαριτωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ο)ν «κοντύλι» + κατάλ. ατος (< λατ. atus (πρβλ. μελ άτος, μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κονδυλένιος — α, ο βλ. κοντυλένιος …   Dictionary of Greek

  • κοντυλογραμμένος — η, ο κοντυλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”